Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Αφυδάτωση


Αφυδάτωση





Το νερό του σώματος κυμαίνεται από 50-70% του σωματικού βάρους, μειούμενο αυξανομένης της ηλικίας, καθώς αντικαθίσταται από λιπώδη ιστό. Τα 10/14 του νερού του σώματος είναι ενδοκυττάριο, το υπόλοιπο είναι εξωκυττάριο, εκ του οποίου τα 3/14 διάμεσο και το 1/14 ενδαγγειακό.
Το νερό μετακινείται ελεύθερα παθητικά ανάμεσα σε όλους τους χώρους προς εξισορρόπηση των οσμωτικών πιέσεων.
Αφυδάτωση είναι η μείωση του ολικού νερού του σώματος.
Αντίδοτο της αφυδάτωσης είναι η εκτεταμένη λήψη νερού.
Οι υψηλές θερμοκρασίες στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, αλλά και η αυξημένη φυσική δραστηριότητα (σωματική εργασία ή άσκηση) αυξάνουν τη θερμοκρασία του σώματος.
Το νερό συμβάλλει αποτελεσματικά στη ρύθμιση της θερμοκρασίας, μέσω της απαγωγής θερμότητας από τον πυρήνα και της εξάτμισης από το δέρμα, δηλαδή την εφίδρωση. Αν το νερό που αποβάλλεται δεν αντικατασταθεί, ο οργανισμός κινδυνεύει από αφυδάτωση.
Υπολογίζεται ότι μόνο το 10% των ανθρώπων πίνουν 8 ποτήρια νερό την ημέρα, ενώ πάνω από το μισό του πληθυσμού πίνει μόνο 1-4 ποτήρια τη μέρα. H ποσότητα αυτή (σαν μοναδικός παράγοντας, αλλά και σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες και την αυξημένη φυσική δραστηριότητα) οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ήπια ή απόλυτη αφυδάτωση, με συμπτώματα όπως: η μείωση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιαγγειακής λειτουργίας, η αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της θερμοκρασίας του σώματος.
Η κατάσταση αφυδάτωσης δημιουργεί: 
  • Ήπια ή υπερβολική δίψα
  • Κόπωση
  • Πονοκέφαλο
  • Ξηροστομία
  • Μειωμένη παραγωγή ούρων
  • Μυϊκή ατονία
  • Ζαλάδα - αδυναμία συγκέντρωσης

Αφυδάτωση κινδυνεύουν να υποστούν περισσότερο τα παιδιά
, επειδή παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας και ιδρώνουν λιγότερο, οι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι, λόγω της «μόνωσης» του σώματός τους από το λίπος που διαθέτουν και όσοι πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Ακόμη όσοι φορούν βαριά και ζεστά ρούχα, όσοι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες καφεΐνης και αλκοόλ (ουσίες με διουρητικές ικανότητες), καθώς κι εκείνοι που εργάζονται χειρωνακτικά, ειδικά σε κλειστούς και μη κλιματιζόμενους χώρους.

Πίνουμε νερό πριν διψάσουμε! Η αίσθηση της δίψας είναι ένας καθυστερημένος δείκτης αφυδάτωσης, που εμφανίζεται όταν τα κύτταρα έχουν ήδη ταλαιπωρηθεί από την έλλειψη υγρών.
Κλινικά κριτήρια
Η σπαργή του δέρματος του αφυδατωμένου ασθενούς είναι μειωμένη.
Το δέρμα αίρεται σε πτυχή και στέκεται, δίνοντας την εντύπωση ζύμης. Κατά προτίμηση εξετάζουμε το δέρμα σε περιοχές που δεν επηρεάζονται τόσο πολύ από το γήρας (κοιλιά, θώρακας).
Η ξηρότητα των βλεννογόνων. Το κριτήριο μπορεί να είναι παραπλανητικό σε ασθενείς που αναπνέουν από το στόμα.
Η ενδοφθάλμια πίεση. Ελέγχεται αδρά με πίεση των δακτύλων του εξεταστού, πάνω στους κερατοειδείς του εξεταζομένου (πάνω από τα βλέφαρα). Όταν η ενδοφλθάλμια πίεση είναι μειωμένη (ένδειξη αφυδάτωσης), οι κερατοειδείς ενδίδουν στην εξωτερική άσκηση πίεσης. Μέχρι να αποκτήσει αρκετή πείρα ο εξεταστής, είναι χρήσιμο να κάνει σύγκριση με τους δικούς του κερατοειδείς.
Εργαστηριακά κριτήρια
Η ωσμωτική πίεση του αίματος παραμένει φυσιολογικά σταθερή στιςι 290 mosm/L με με ελάχιστες διακυμάνσεις (όχι μεγαλύτερες του 5%). Η οσμωτική πίεση στην τελική εξισορρόπηση είναι ίδια σε όλα τα διαμερίσματα. Αύξηση της ωσμωτικής πίεσης του αίματος είναι ισχυρή ένδειξη αφυδάτωσης.
Η μέτρηση γίνεται με εξαιρετική ακρίβεια με τη χρήση οσμόμετρου. Το οσμόμετρο βασίζεται στη μέθοδο της κρυοπηξίας (όσο πιο πυκνό είναι ένα διάλυμα τόσο πιο γρήγορα παγώνει). Ελλείψει όμως οσμόμετρου μπορεί να υπολογισθεί με προσέγγιση περίπου 10% από τις οσμωτικά δρώσες ουσίες, που είναι οι ηλεκτρολύτες το σάκχαρο και η ουρία.
Για τη μέτρηση της ΩΠ χρησιμοποιούμε τις τιμές του Κ και του Να που είναι τα συνήθως μετρούμενα κατιόντα. Τα υπόλοιπα μη μετρούμενα κατιόντα επηρρεάζουν ελάχιστα την ωσμωτική πίεση και γι αυτό δεν τα υπολογίζουμε. Το σύνολο των κατιόντων ισούται με το σύνολο των ανιόντων, άρα πολλαπλασιάζοντας τα κατιόντα επί δύο βρίσκουμε το σύνολο των ιόντων.
Το μοριακό διάλυμα, δηλαδή διάλυμα ενός mEq (το μοριακό βάρος διά 1000) μιας οσμωτικά δρώσης ουσίας, ασκεί πίεση μιας χιλιοστοοσμόλης (mOsm).
Συνεπώς ένα χιλιοστοισοδύναμο (mEq) Να και Κ ασκούν οσμωτική πίεση 1 mOsm και πολλαπλασιάζοντάς τα επί δύο ( για να συνυπολογίσουμε και τα ανιόντα που είναι άλλα τόσα) παίρνουμε τη συνολική οσμωτική πίεση που ασκούν οι ηλεκτρολύτες.
Το μοριακό βάρος της γλυκόζης είναι 180 και της ουρίας 28.
Το BUN είναι το blood urea nitrogen δηλαδή το άζωτο της ουρίας.
Το BLOOD UREA είναι το άζωτο των αζωτούχων ουσιών του σώματος, στα οποία περιλαμβάνεται και η ουρία και είναι περίπου το διπλασιο του BUN. Επομένως:
ΩΠ = διπλάσιο του αθροίσματος Κ και ΝΑ σε mEq συν γλυκόζη διά 18 (αν είναι mg% ή διά 180 αν είναι gr τοις χιλίοις) και ουρία διά 5,5 αν είναι blood urea ή διά 2,8 αν είναι BUN.
Οι διαιρέσεις της γλυκόζης και της ουρίας με τα ειδικά τους βάρη, γίνεται για να μετατραπούν και αυτών οι τιμές από mg σε mEq.
Μεγάλη απόκλιση της υπολογιζομένης ΩΠ από την πραγματική παρατηρείται αν ο ασθενής έχει πάρει ωσμωτικά δρώσες ουσίες, επί παραπρωτειναιμίας και απρόσφορης έκκρισης ADH.
Από την οσμωτική πίεση του αίματος, μπορούμε να υπολογίζουμε πόσο νερό λείπει από έναν άρρωστο ως εξής:
  • Αφαιρούμε την ιδανική (290) από την ΩΠ που βρίσκουμε. Η διαφορά εκφράζει την επί πλέον ωσμωτικότητα.
  • Πολλαπλασιάζουμε τη διαφορά επί το 60% του σωματικού του βάρους, που είναι η ιδανική ποσότητα νερού που θα έπρεπε να έχει. Το γινόμενο αυτό εκφράζει τις χιλιοστοοσμώλες που του περισσεύουν και πρέπει να αραιωθεούν με τόσο νερό, ώστε να φθάσουμε στην τιμή των 290 που είναι το φυσιολογικκό.
  • Διαιρούμε τις επί πλέον χοσμώλες που βρήκαμε διά του 290 και βρίσκουμε τον όγκο του νερού που χρειάζεται γι αυτήτην αραίωση.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η διόρθωση της αφυδάτωσης επείγει! Αν σε έναν άρρωστο περισσεύουν 2000 χιλιοστοωσμώλες (mOsm), τα κύτταρα είναι σαν να δέχονται πιέσεις πάνω από 40 ατμόσφαιρες, συμπεριλαμβανομένων και των νευρικών, που είναι πιο ευαίσθητα. Αν ο άρρωστος διατηρεί φυσιολογική πίεση, δίνουμε σακχαρούχο διάλυμα 5% γρήγορα. Ο μέγιστος ρυθμός χορήγησης είναι ένα λίτρο την ώρα. Καιόμενο το σάκχαρο επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση του νερού και συνεπώς την ενυδάτωση όλων των διαμερισμάτωντου σώματος. Μόνο το 1/14 του νερού αυτού μένει στον ενδαγγειακό χώρο, γι αυτό δεν υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουμε πνευμονικό οίδημα χορηγώντας σακχαρούχο διάλυμα. Αν έχει πέσει η πίεση αρχίζουμε με φυσιολογικό ορό και παρακολουθούμε στενά την ΑΠ. Συνεχίζουμε με σακχαρούχο διάλυμα για όλη την υπόλοιπη ποσότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου