Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Η C αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP).





Ένα  διαγνωστικό βιοχημικό τεστ το οποίο είναι το πρώτο που μας  βοήθα στο να ανιχνεύσουμε την ύπαρξη η όχι μιας μικρής η μεγαλύτερης μόλυνσης στον οργανισμό . Παρά  του ότι είναι μη ειδικό τεστ αλλά γενικό  , φαίνεται ότι βοήθα  σαν τεστ πρόληψης ,για  εγκεφαλικό η καρδιακό επεισόδιο.



Η πρόβλεψη για το ποιος πρόκειται να πάθει καρδιακό η εγκεφαλικό επεισόδιο δεν είναι εύκολη.
Σχεδόν 50% των καρδιακών προσβολών και των εγκεφαλικών επεισοδίων, συμβαίνουν σε άτομα που φαινομενικά είναι υγιή και έχουν κανονικά ή ακόμη χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης
Το κάπνισμα, ο διαβήτης, η προχωρημένη ηλικία, η ψηλή πίεση θεωρούνται ότι συμβάλλουν σε αυξημένο κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις. Όμως πολύ πιθανόν όλοι να γνωρίζουμε φίλους ή συγγενείς μας που υποφέρουν από την καρδία τους χωρίς όμως να έχουν κάποιο από τους γνωστούς παράγοντες κινδύνου.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άλλα φαινόμενα που συμβαίνουν στον οργανισμό που δεν είναι ακόμη καλά γνωστά που συμβάλλουν στη γένεση των ασθενειών αυτών.
Σε μια προσπάθεια καλύτερου προσδιορισμού του κινδύνου που διατρέχει ο κάθε ασθενής για καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο, οι γιατροί άρχισαν να μετρούν μέσα στο αίμα τη C αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP).
Πρόσφατα τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των Ηνωμένων Πολιτειών και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας καθιέρωσαν τη μέτρηση της CRP στο αίμα για τη μέτρηση του κινδύνου για μελλοντικό καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τα κριτήρια που τοποθετήθηκαν κάνοντας τη μέτρηση της CRP με τη μέθοδο ψηλής ευαισθησίας, είναι τα ακόλουθα: με Επίπεδα  χαμηλότερα του 1 μγ\λιτρο  ο κίνδυνος για μελλοντικό καρδιακό η εγκεφαλικό επεισόδιο  είναι χαμηλός.
Επίπεδα από 1-3  ο κίνδυνος είναι μέτριος και με ψηλότερα του 3  ο κίνδυνος είναι  ψηλός.
H μέτρηση της CRP δεν αντικαθιστά αυτήν της χοληστερόλης. Το τεστ αυτό συμπληρώνει τους άλλους προγνωστικούς παράγοντες όπως η χοληστερόλη και άλλοι.
Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα άτομα με ψηλή CRP έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβήτη
Η CRP είναι ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα πρωτεϊνών που συνθέτει ο οργανισμός μας όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σημαντική μόλυνση ή ένα τραύμα. Πρόκειται για μια καίρια συνιστώσα του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού μας.
Ανακαλύφθηκε πριν από 70 χρόνια όταν οι επιστήμονες εξερευνούσαν τη φλεγμονή στο ανθρώπινο σώμα. Ο ρόλος της CRP στις ασθένειες της καρδίας έχει διευκρινισθεί μόνο πρόσφατα.
Τα άτομα που καπνίζουν, οι υπέρβαροι, αυτοί με ψηλή πίεση και αυτοί που δεν ασκούν το σώμα τους τείνουν να έχουν ψηλή CRP. Οι αθλούμενοι έχουν συνήθως χαμηλότερη CRP.
Η αθηροσκλήρωση που προκαλεί τη συσσώρευση της χοληστερόλης στα αιμοφόρα αγγεία, είναι ένα είδος φλεγμονής. Η φλεγμονή παίζει σημαντικό ρόλο στη γένεση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η ρήξη της πλάκας αθηροσκλήρωσης και η απόφραξη των αγγείων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια με κίνδυνο ξαφνικού θανάτου.
Οι γιατροί μέχρι πρόσφατα δεν είχαν εύκολα και αξιόπιστα  τεστ για τη μέτρηση της φλεγμονής. Η μέτρηση της CRP αίματος αποτελεί ένα σταθερό και εύκολο μέτρο για την αξιολόγηση της φλεγμονής.
Τα επίπεδα της CRP έχουν αποδειχθεί σε πολλές σοβαρές έρευνες ότι έχουν προγνωστική αξία για το μελλοντικό κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, ξαφνικό καρδιακό θάνατο και αρτηριακά προβλήματα. Επίσης το επίπεδο της CRP έχει προγνωστική αξία στους ασθενείς με επαναλαμβανόμενα επεισόδια στεφανιαίας νόσου και για αυτούς στην οξεία φάση εμφράγματος του μυοκαρδίου.  
Η πιο σημαντική όμως χρήση της CRP είναι η ανίχνευση του ψηλού κινδύνου σε άτομα που δεν έχουν άλλο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακό πρόβλημα.
Τόσο η CRP όσο και η χοληστερόλη είναι δείκτες που προβλέπουν τον κίνδυνο. Όμως η κάθε μια μετρά μια διαφορετική συνιστώσα του παθολογικού προβλήματος.
Οι ασθενείς με ψηλή CRP αλλά χαμηλή κακή χοληστερόλη LDL, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτούς με ψηλή LDL και χαμηλή CRP.
Αυτό δείχνει ότι η μέτρηση της CRP ανιχνεύει ασθενείς που διατρέχουν ψηλό κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο που διαφορετικά η μέτρηση της χοληστερόλης μόνο, δεν θα τους εύρισκε.
Τα άτομα με χαμηλή CRP και χαμηλή χοληστερόλη LDL έχουν το μικρότερο κίνδυνο για ένα μελλοντικό επεισόδιο. Άτομα με ψηλή CRP και ψηλή χοληστερόλη LDL έχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η CRP είναι πιο ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για μελλοντικό κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου παρά η LDL χοληστερόλη.
Για τους λόγους αυτούς συστήνεται όπως μετρούνται και οι δύο παράγοντες και οι προληπτικές ή θεραπευτικές παρεμβάσεις να βασίζονται  πάνω και στις δύο μετρήσεις. 

Η Χρήση της C-Αντιδρώσας Πρωτεΐνης (CRP) στην Αντιμετώπιση Οξέων Χειρουργικών Παθήσεων. 
Οξεία Σκωληκοειδίτιδα, Οξεία Χολοκυστίτιδα, Οξεία Παγκρεατίτιδα

Η οξεία σκωληκοειδίτιδα, η οξεία χολοκυστίτιδα και η οξεία παγκρεατίτιδα αποτελούν συνήθη οξέα  χειρουργικά περιστατικά. Η διάγνωση τους εξαρτάται από το ιστορικό,την κλινική εξέταση και παραμέτρους εργαστηριακών εξετάσεων, όπως για παράδειγμα η λευκοκυττάρωση. Επιπρόσθετες διαγνωστικές δοκιμασίες μπορούν να βελτιώσουν τη διαγνωστική ακρίβεια, να βοηθήσουν την παρακολούθηση των ασθενών, την ταξινόμηση ανάλογα με τη βαρύτητα  της κατάστασης τους ή ακόμα και την απόφαση για το είδος της επεμβατικής μεθόδου που μπορεί να χρειαστεί να ακολουθήσουν. Η C ? αντιδρώσα πρωτεΐνη (C-reactive protein,CRP) είναι μια πρωτεΐνη οξείας φάσης η οποία φαίνεται πως αυξάνει σε περιπτώσεις ιστικού τραυματισμού και φλεγμονής.


Τα διάφορα ερεθίσματα ή βλάβες  προκαλούν μια μη ειδική απάντηση του οργανισμού, μια μη ειδική αρχική άμυνα κατά της φλεγμονής που λέγεται αντίδραση οξείας φάσης. Μια τέτοια αντίδραση μπορούν να προκαλέσουν τραύματα , λοιμώδεις παράγοντες , συστηματικά νοσήματα , εγκαύματα και κατ? αυτήν παρατηρούνται κυτταρικές μεταβολές (αύξηση λευκοκυττάρων-κυτταροκινών), μεταβολικές μεταβολές (αύξηση των πρωτεϊνών οξείας φάσης) και ενδοκρινικές με αύξηση κορτιζόλης ,ινσουλίνης και άλλων ορμονών. 


Η C- αντιδρώσα πρωτεΐνη αποτελεί μια από τις κυριότερες πρωτεΐνες οξείας φάσης και είναι μια παθολογική πρωτεΐνη που εμφανίζεται στο αίμα κατά τη διάρκεια κάθε φλεγμονώδους διεργασίας. Ονομάζεται έτσι γιατί διαπιστώθηκε το 1930 από τους Tillet και Frances ότι ο ορός ασθενούς με οξεία πνευμονία είχε την ιδιότητα να σχηματίζει ίζημα παρουσία του C πολυσακχαρίτη της μεμβράνης του Steptococcus Pneumoniae και των ιόντων ασβεστίου. Η CRP συντίθεται στο ήπαρ κάτω από τον έλεγχο των κυτοκινών  και τα επίπεδά της αντανακλούν το βαθμό της ιστικής βλάβης ή το μέγεθος της φλεγμονώδους απάντησης. Η CRP απελευθερώνεται συνήθως μέσα σε έξι ώρες από το ερέθισμα, το οποίο αν σταματήσει να επιδρά τότε οι τιμές της επανέρχονται στο φυσιολογικό εντός περίπου τεσσάρων ημερών.

Η CRP είναι πρωτεΐνη που αποτελείται από 5 όμοιες πολυπεπτιδικές μονάδες σχηματίζοντας μια πενταμερή κυκλική δομή. Το γονίδιο για την παραγωγή της βρίσκεται στο χρωμόσωμα 6. Έχει ιδιότητες οψωνίνης και φαίνεται πως προστατεύει τον οργανισμό αρχικά σε κάθε βλαπτικό παράγοντα. Παρουσία ασβεστίου η CRP συνδέεται ειδικά με τη φωσφορυλχολίνη και αυτό της δίνει την ιδιότητα να ενεργοποιεί την κλασσική οδό του συμπληρώματος και να αυξάνει τη φαγοκυττάρωση. Συνδέεται μόνο με μεμβράνες κυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη. Τέλος ενεργοποιεί τα ΝΚ κύτταρα και μπορεί να συνδεθεί με το Fc τμήμα της ανοσοσφαιρίνης.

Υπάρχουν αρκετά νοσήματα που αυξάνει η CRP άλλοτε με ήπια αύξηση όπως στο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο ,ελκώδη κολίτιδα, λευχαιμία και άλλοτε με μεγάλη όπως στις βακτηριδιακές λοιμώξεις, αγγειίτιδες, νόσο Crohn ,έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκαύματα, τραυματισμοί ιστών. Η  αύξηση της CRP είναι ανεξάρτητη της ηλικίας και του φύλου. Η μέτρηση της χρησιμεύει στον προσδιορισμό  φλεγμονώδης νόσου οπού είναι ευαίσθητη χωρίς να είναι ειδική. Τιμές μεγαλύτερες των 100mg/l συνδέονται με επιμόλυνση από βακτήριο. Επίσης  η μέτρηση της χρησιμεύει στην παρακολούθηση της πορείας μιας νόσου ,όπου επίμονα υψηλές τιμές συνδέονται με παράταση του βλαπτικού ερεθίσματος και κακό προγνωστικό σημείο.

Στη χειρουργική η CRP αυξάνει μετεγχειρητικά  με τη μεγαλύτερη τιμή της κατά την τρίτη ημέρα ενώ επανέρχεται γύρω στην έβδομη με δέκατη μέρα. Στις οξείες χειρουργικές παθήσεις έχουμε ήπια ? μέτρια αύξηση της CRP ενώ εάν αυτές  επιπλακούν με λοίμωξη τότε αυτή αυξάνεται σημαντικά. Στην οξεία σκωληκοειδίτιδα μπορεί αρχικά  να είναι φυσιολογική ή μέτρια αυξημένη τις πρώτες ώρες ενώ η διάτρηση αυτής ή η γαγγραινοποιησή της συνδέονται με αυξημένες τιμές όπως φαίνεται και από τη μελέτη μας. Η οξεία σκωληκοειδίτιδα είναι εξαιρετικά σπάνια όταν συγχρόνως η τιμή των λευκοκυττάρων όσο και της CRP είναι φυσιολογικές.

Στη διεθνή βιβλιογραφία οι πρώτες μελέτες όσον αφορά τη CRP και την οξεία σκωληκοειδίτιδα φαίνεται πως έγιναν από Ρώσους επιστήμονες το 1967 οι οποίοι μελέτησαν τη διαγνωστική και προγνωστική ικανότητα της CRP στην πάθηση αυτή. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες που αφορούσαν κυρίως παιδιά. Στην Αγγλική βιβλιογραφία ακολούθησαν αρκετές μελέτες που είχαν ως σκοπό να δείξουν τη σημαντικότητα της μέτρησης της CRP στη διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας.

Οι Erikson  et al. μελέτησαν τη CRP και των αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων προεγχειρητικά σε περιστατικά για οξεία σκωληκοειδίτιδα και υποψήφια για επείγουσα σκωληκοειδεκτομή. Μετρώντας τους παραπάνω δείκτες κάθε τέσσερις ώρες από την εισαγωγή τους ,κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επανειλημμένες φυσιολογικές τιμές πρέπει να αποτρέψουν τον ιατρό από την εκτέλεση σκωληκοειδεκτομής και να τον στρέψουν προς άλλη πιθανή διάγνωση. Το 1997 δημοσιεύτηκε μια μελέτη των Hallans και Asberg οι οποίοι έκαναν μια ανασκόπηση στη βιβλιογραφία που αφορούσε την ακρίβεια της CRP στη διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας . μετά από ανασκόπηση 22 άρθρων και συνολικά 3436 ασθενών κατέληξαν πως η διαγνωστική ικανότητα της CRP μειονεκτεί αυτής των λευκοκυττάρων (σε 13 μελέτες ) και έχει μέτρια ακρίβεια  σαν τεστ  στη διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας χωρίς όμως το συμπέρασμα αυτό να είναι πλήρως αποδεδειγμένο.

Στη συνέχεια όμως ακολούθησαν  σημαντικές μελέτες από τους  Groonroos JM και Groonoos P. Σε μία από αυτές μέτρησαν προεγχειριτικά τα επίπεδα της CRP και των λευκοκυττάρων σε 300 ασθενείς που χειρουργήθηκαν για οξεία σκωληκοειδίτιδα και τους ταξινόμησαν σε 3 ομάδες ανάλογα με τα ευρήματα της επέμβασης Α)σκωληκοειδή απόφυση χωρίς φλεγμονή Β)επιπλεγμένη οξεία σκωληκοειδίτιδα και Γ)ανεπίπλεκτη οξεία σκωληκοειδίτιδα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια αποτελούν δείκτη πρώιμης φλεγμονής της σκωληκοειδίτιδας ενώ η CRP παρουσιάζει σημαντική αύξηση  στη διάτρηση και στο σχηματισμό αποστήματος της σκωληκοειδούς απόφυσης . Αν τα λευκά και η CRP κυμαίνονται σε φυσιολογικά επίπεδα η διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας είναι απίθανη. Σε άλλη μελέτη οι ίδιοι συγγραφείς θεωρούν ότι το 1/4 των σκωληκοειδεκτομών με αρνητικά ευρήματα μπορούν να αποφευχθούν μετρώντας παράλληλα  τη CRP και τα λευκοκύτταρα τουλάχιστον στους ενήλικους ασθενείς στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία. Σε αντίθεση με τους ενήλικες φυσιολογικές τιμές λευκοκυττάρων και CRP δεν αποκλείουν την οξεία σκωληκοειδίτιδα στα παιδιά.  Κατά τη γνώμη των παραπάνω συγγραφέων και σύμφωνα και με τη δική μας μελέτη ,ενήλικοι ασθενείς με φυσιολογικές τιμές CRP και λευκοκυττάρων δεν πρέπει να χειρουργούνται άμεσα. Όσον αφορά την Ελληνική Βιβλιογραφία φαίνεται πως δεν υπάρχει καταγραφή της μέτρησης και της σημαντικότητας της  CRP  στα οξέα χειρουργικά περιστατικά εκτός ίσως από τη μελέτη της στα παιδιά και τις ανακοινώσεις των συγγραφέων του παρόντος συγγράμματος.

Στην οξεία χολοκυστίτιδα υπάρχει επίσης φλεγμονή και παρατηρείται αύξηση της CRP  η οποία αυξάνεται σημαντικά στο εμπύημα και τη γαγγραινώδη χολοκυστίτιδα. Εξάλλου οι τιμές της CRP αν είναι > 10mg/dl μπορούν να αποκλείσουν ένα ασθενή από τη λαπαρασκοπική διενέργεια χολοκυστεκτομής εντός των πρώτων 72 ωρών.

Οι Juvonen et al. μελέτησαν σε 129 ασθενείς τις τιμές της CRP σε συνδυασμό με διενέργεια υπερήχων για να προβλέψουν ποιοι από αυτούς χρειάζονταν άμεση επέμβαση. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εξετάσεων συστήνεται σαν εξέταση ρουτίνας σε όλους τους ασθενείς αφού αυξημένες τιμές CRP  σχετίζονται με φλεγμονή και γαγγραινώδη χοληδόχο κύστη. Επίσης οι Limbosch JM et al. μελετώντας  τις μεταβλητές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το χειρουργό στην επιλογή της κατάλληλης επέμβασης στους ασθενείς με οξεία χολοκυστίτιδα κατέληξαν και αυτοί στο συμπέρασμα πως ασθενείς με εμπύημα χοληδόχου κύστεως ή με γαγγραινώδη χολοκυστίτιδα που έρχονται άμεσα για χειρουργείο  (μέσα σε 72 ώρες) και έχουν CRP προεγχειρητικά μικρότερη από 10 mg% είναι οι καλύτεροι υποψήφιοι για λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή.

Τέλος , η μέτρηση της CRP είναι μια μη επεμβατική μέθοδος  μέτρησης η τιμή της οποίας αυξάνεται σημαντικά στην οξεία παγκρεατίτιδα και αποτελεί χρήσιμο δείκτη για τη διαφορική διάγνωση της βαριάς νεκρωτικής  από την ήπια παγκρεατίτιδα στο πρώτο 48ωρο. Στην οξεία παγκρεατίτιδα μια τιμή της CRP μικρότερη η ίση με 200mg/l σε 72 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων είναι χρήσιμη για να αποκλείσει με μεγάλη πιθανότητα την παρουσία νέκρωσης. Η μελέτη της αξίας της CRP στη διάγνωση παγκρεατικής νέκρωσης αποτέλεσε αντικείμενο πολλών ερευνών. Θεωρείται ότι ο πιο σημαντικός προγνωστικός παράγοντας της οξείας παγκρεατίτιδας είναι η ανάπτυξη παγκρεατικής νέκρωσης με επακόλουθο ρίσκο παγκρεατικής λοίμωξης και συνεπώς, ανάγκη της  άμεσης έναρξης αντιβιοτικής θεραπείας. Από τα μέσα του 1980 έγινε δυνατή η ταυτοποίηση της νεκρωτικής παγκρεατίτιδας χωρίς επεμβατικά μέσα όπως με τη CRP και την αξονική τομογραφία. Για πρώτη φορά ο πληθυσμός των ασθενών μπορούσε να χωριστεί σε αυτούς με οιδηματώδη και σε αυτούς με νεκρωτική παγκρεατίτιδα.  Ένα επεισόδιο οξείας παγκρεατίτιδας έχει θνητότητα που ποικίλλει αλλά είναι σχετικά χαμηλή. Η βαρύτητα συνήθως είναι μεγαλύτερη κατά το πρώτο επεισόδιο. Η πλειονότητα των ασθενών με οξεία παγκρεατίτιδα παρουσιάζουν ήπια χωρίς επιπλοκές πορεία της νόσου, παρόλα αυτά ένα 20-25% παρουσιάζει σοβαρή  πορεία με τοπικές ,συστηματικές επιπλοκές και θνησιμότητα. Είναι  σημαντική η ύπαρξη  και χρησιμοποίηση κάποιου δείκτη θα επιτρέψει τη διάγνωση της παγκρεατικής νέκρωσης στην έναρξη της νόσου ώστε οι ασθενείς αυτοί να στρατευθούν άμεσα στην έναρξη πρώιμα αντιμικροβιακής αγωγής. Φαίνεται πως η CRP είναι ένα άμεσο τεστ που εξυπηρετεί το σκοπό αυτό μια και είναι άμεσο και εύκολα διαθέσιμο.
Η παρακολούθηση έξαλλου της πορείας της οξείας παγκρεατίτιδας μπορεί να γίνει με τη  αφού μείωση των τιμών της υποδεικνύει υποχώρηση της φλεγμονής του παγκρεατικού ιστού και το αντίθετο.

Η CRP είναι μια αρκετά χρήσιμη μέτρηση μια και αυξάνει ταχέως σε φλεγμονή, λοίμωξη, τραύμα και μειώνεται επίσης ταχέως μετά τη λύση και αντιμετώπιση της αιτίας. Είναι σημαντική στη διάγνωση θεραπεία και παρακολούθηση των φλεγμονωδών καταστάσεων που αφορούν οξέα χειρουργικά περιστατικά όπως η οξεία σκωληκοειδίτιδα, η οξεία χολοκυστίτιδα και η οξεία παγκρεατίτιδα χωρίς να επηρεάζεται από φύλο, ηλικία , αναιμία όπως συμβαίνει με την ταχύτητα καθίζησης ερυθρών. Εξάλλου αποτελεί μια φθηνή, μη επεμβατική μέθοδο προσιτή τόσο στον ασθενή όσο και στον κλινικό ιατρό για την διάγνωση, αντιμετώπιση και παρακολούθηση της πορείας των παραπάνω οξέων χειρουργικών περιστατικών. 

Πηγή: http://www.medtime.gr - http://www.womanshealth.gr

3 σχόλια:

  1. μπορει να μου πει καποιος εκανα εκσεταση crp vghke 3.20 και δεκσια στην τιμη αναφορασ γραφει 6 mg/l ρωτησα παθολογο μου ειπε είναι εντελος φυσιολογικο αλλα το 3.2 τι είναι ακριβως?σε ποσα mg/l αντιστοιχη?οποιος κσερει ας απαντησει εάν δεν τοθ είναι κοπος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μου βρέθηκε 7 με μικρότερο του 5 το φυσιολογικό να ανυσυχω?

    ΑπάντησηΔιαγραφή